- αντικαλλωπίζομαι
- ἀντικαλλωπίζομαι (Α)στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντικαλλωπίζεσθαι — ἀντικαλλωπίζομαι adorn oneself in rivalry with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)